Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαισιόδοξος (επίθετο) - (παρόμοια:
αισιόδοξος
-
απαισιό
)
Συνώνυμα
απελπισμένος
καταθλιπτικός
πεσιμιστικός
3
Αντώνυμα
αισιόδοξος
ελπιδοφόρος
θετικός
3
Ορισμός
Που εκφράζει ή προκαλεί απαισιοδοξία.
Που δεν έχει ελπίδα ή θετική προοπτική.
2
Παραδείγματα
Ο απαισιόδοξος άνθρωπος πάντα περιμένει το χειρότερο.
Η απαισιόδοξη πρόβλεψη για την οικονομία προκάλεσε ανησυχία.
2