Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαντήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απατήσω
-
απαντώ
-
απαντάω
-
απαντηθώ
-
συναντήσω
)
Συνώνυμα
αποκρίνομαι
ανταποκρίνομαι
αντιδρώ
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αγνοώ
2
Ορισμός
Να δώσω μια απάντηση σε μια ερώτηση ή πρόταση.
Να ανταποκριθώ σε μια ενέργεια ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Θα απαντήσω στο μήνυμά σου αύριο.
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.
2