1. Λέξη
    απαντήσω (ρήμα) - (παρόμοια: απατήσω - απαντώ - απαντάω - απαντηθώ - συναντήσω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκρίνομαι
    • ανταποκρίνομαι
    • αντιδρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • αγνοώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να δώσω μια απάντηση σε μια ερώτηση ή πρόταση.
    • Να ανταποκριθώ σε μια ενέργεια ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα απαντήσω στο μήνυμά σου αύριο.
    • Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.
    2