Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απατάω (ρήμα) - (παρόμοια:
απαντάω
-
εξαπατάω
-
πατάω
-
απατώ
-
απατήσω
)
Συνώνυμα
εξαπατώ
γελώ
παραπλανούμαι
3
Αντώνυμα
λέω την αλήθεια
ειλικρινώ
ειλικρινένομαι
3
Ορισμός
Προκαλώ κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό, με σκοπό να τον εξαπατήσω.
Κάνω κάποιον να κάνει λάθος ή να πιστέψει κάτι ψευδές.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας μου με απάτησε λέγοντάς μου ότι θα πάμε διακοπές, αλλά τελικά πήγαμε στο γιατρό.
Μην απατάς τον εαυτό σου πιστεύοντας ότι δεν χρειάζεται να διαβάσεις για τις εξετάσεις.
2