1. Λέξη
    πατάω (ρήμα) - (παρόμοια: παρατάω - περπατάω - πατάρι - απατάω - πατάτα - πατώ - πατατάκι - εξαπατάω)
  2. Συνώνυμα
    • περπατώ
    • βαδίζω
    • πηγαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να κινείς τα πόδια σου προς μια κατεύθυνση για να μετακινηθείς.
    • Να περνάς από ένα συγκεκριμένο σημείο ή περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πατάω κάθε μέρα στο πάρκο για να χαλαρώσω.
    • Συνήθως πατάω στην πλατεία για να πάρω καφέ.
    2