Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατάω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρατάω
-
περπατάω
-
πατάρι
-
απατάω
-
πατάτα
-
πατώ
-
πατατάκι
-
εξαπατάω
)
Συνώνυμα
περπατώ
βαδίζω
πηγαίνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητώ
2
Ορισμός
Να κινείς τα πόδια σου προς μια κατεύθυνση για να μετακινηθείς.
Να περνάς από ένα συγκεκριμένο σημείο ή περιοχή.
2
Παραδείγματα
Πατάω κάθε μέρα στο πάρκο για να χαλαρώσω.
Συνήθως πατάω στην πλατεία για να πάρω καφέ.
2