1. Λέξη
    απεγνωσμένα (επίρρημα) - (παρόμοια: απεγνωσμένος)
  2. Συνώνυμα
    • απελπισμένα
    • απογοητευτικά
    2
  3. Αντώνυμα
    • ελπιδοφόρα
    • αισιόδοξα
    2
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει απόγνωση ή έλλειψη ελπίδας.
    • Με έντονη αγωνία ή απελπισία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκλαιγε απεγνωσμένα όταν έμαθε τα νέα.
    • Ψάχνει απεγνωσμένα μια λύση στο πρόβλημα.
    2