Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απεγνωσμένα (επίρρημα) - (παρόμοια:
απεγνωσμένος
)
Συνώνυμα
απελπισμένα
απογοητευτικά
2
Αντώνυμα
ελπιδοφόρα
αισιόδοξα
2
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει απόγνωση ή έλλειψη ελπίδας.
Με έντονη αγωνία ή απελπισία.
2
Παραδείγματα
Έκλαιγε απεγνωσμένα όταν έμαθε τα νέα.
Ψάχνει απεγνωσμένα μια λύση στο πρόβλημα.
2