Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απελευθέρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απελευθερώνω
-
απελευθερωθώ
)
Συνώνυμα
ελευθερία
αποδέσμευση
απελευθέρωση
3
Αντώνυμα
αιχμαλωσία
δουλεία
καταπίεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να απελευθερώνεις κάποιον ή κάτι από περιορισμούς, ελέγχους ή καταπίεση.
Η κατάσταση της ελευθερίας μετά από μια περίοδο δουλείας ή καταπίεσης.
2
Παραδείγματα
Η απελευθέρωση της πόλης από τους κατακτητές γιορτάστηκε με μεγάλη χαρά.
Η απελευθέρωση των σκλάβων ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
2