1. Συνώνυμα
    • ελευθερώνομαι
    • απαλλάσσομαι
    • ξεγλυτώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • περιορίζομαι
    • κρατιέμαι
    • συλλαμβάνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να γίνω ελεύθερος από κάποιον περιορισμό ή εξάρτηση.
    • Να απαλλαγώ από μια κατάσταση που με περιορίζει ή με δυσκολεύει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά από χρόνια σκλαβιάς, κατάφερα να απελευθερωθώ.
    • Ο στρατός μας βοήθησε να απελευθερωθούμε από τον κατακτητή.
    2