Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβιβάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβιώ
-
αποβιώνω
)
Συνώνυμα
ξεφορτώνω
κατεβάζω
αποβάλλω
3
Αντώνυμα
επιβιβάζω
φορτώνω
2
Ορισμός
Καθιστώ κάποιον ή κάτι να κατέβει από ένα όχημα ή πλοίο.
Αφαιρώ κάποιον από μια θέση ή καθήκοντα.
2
Παραδείγματα
Ο πλοίαρχος αποβίβασε τους επιβάτες στο λιμάνι.
Ο υπουργός αποβιβάστηκε από τη θέση του μετά το σκάνδαλο.
2