1. Λέξη
    αποβιβάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβιώ - αποβιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • κατεβάζω
    • αποβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβιβάζω
    • φορτώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Καθιστώ κάποιον ή κάτι να κατέβει από ένα όχημα ή πλοίο.
    • Αφαιρώ κάποιον από μια θέση ή καθήκοντα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πλοίαρχος αποβίβασε τους επιβάτες στο λιμάνι.
    • Ο υπουργός αποβιβάστηκε από τη θέση του μετά το σκάνδαλο.
    2