1. Λέξη
    αποβιώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποβιώνω - αποβιβάζω - αποβάλω - αποβολή)
  2. Συνώνυμα
    • πεθαίνω
    • αφήνω την τελευταία μου πνοή
    • ξεψυχώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζω
    • επιβιώνω
    • διατηρούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσει κανείς να ζει, να πεθάνει.
    • Να χάσει κανείς τη ζωή του, να τερματιστεί η ύπαρξή του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου αποβίωσε πριν από δέκα χρόνια.
    • Αποβίωσε μετά από μακρά ασθένεια.
    2