1. Λέξη
    αποβληθώ (ρήμα) - (παρόμοια: προβληθώ - απολογηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • διωχθώ
    • απομακρυνθώ
    • εκδιωχθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεχθώ
    • καλωσορίζω
    • επιτρέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφαιρεθώ με βίαιο τρόπο από έναν χώρο ή μια θέση.
    • Να εξαιρεθώ από μια ομάδα ή ένα σύστημα.
    • Να απομακρυνθώ με απόφαση αρχής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μαθητής αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω συνεχών πειθαρχικών παραπτωμάτων.
    • Αποβλήθηκε από τη δουλειά του χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
    • Μετά την ανακάλυψη της απάτης, αποβλήθηκε από την ομάδα.
    3