Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προβληθώ
-
απολογηθώ
)
Συνώνυμα
διωχθώ
απομακρυνθώ
εκδιωχθώ
3
Αντώνυμα
δεχθώ
καλωσορίζω
επιτρέπω
3
Ορισμός
Να αφαιρεθώ με βίαιο τρόπο από έναν χώρο ή μια θέση.
Να εξαιρεθώ από μια ομάδα ή ένα σύστημα.
Να απομακρυνθώ με απόφαση αρχής.
3
Παραδείγματα
Ο μαθητής αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω συνεχών πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Αποβλήθηκε από τη δουλειά του χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Μετά την ανακάλυψη της απάτης, αποβλήθηκε από την ομάδα.
3