Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβληθώ
-
προβλήτα
-
προβλέπω
-
προβληματίζω
-
προβληματικός
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
εξέρχομαι
προβάλλομαι
3
Αντώνυμα
αποκρύπτομαι
κρύβομαι
εξαφανίζομαι
3
Ορισμός
να εμφανιστώ ξαφνικά ή να γίνω ορατός
να προωθηθεί ή να προταθεί για κάτι
να εκτεθώ σε δημόσια θέα
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος προβλήθηκε από τα σύννεφα.
Προβλήθηκε ως υποψήφιος για τη θέση του προέδρου.
Η ταινία θα προβληθεί στο φεστιβάλ.
3