1. Λέξη
    αποδίδω (ρήμα) - (παρόμοια: ανταποδίδω - αποδρώ)
  2. Συνώνυμα
    • πιστώνω
    • αναγνωρίζω
    • οφείλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • αποποιούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να αναγνωρίζω σε κάποιον την ευθύνη ή την αξία για κάτι.
    • Να επιστρέφω κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο.
    • Να μεταφέρω ή να μεταδίδω κάτι, όπως πληροφορίες ή γνώση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αποδίδω την επιτυχία της ομάδας στην αφοσίωση όλων των μελών.
    • Πρέπει να αποδώσεις τα βιβλία που δανείστηκες από τη βιβλιοθήκη.
    • Ο δάσκαλος αποδίδει τη γνώση του στους μαθητές με μεγάλη υπομονή.
    3