Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδίδω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανταποδίδω
-
αποδρώ
)
Συνώνυμα
πιστώνω
αναγνωρίζω
οφείλω
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
αποποιούμαι
2
Ορισμός
Να αναγνωρίζω σε κάποιον την ευθύνη ή την αξία για κάτι.
Να επιστρέφω κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο.
Να μεταφέρω ή να μεταδίδω κάτι, όπως πληροφορίες ή γνώση.
3
Παραδείγματα
Αποδίδω την επιτυχία της ομάδας στην αφοσίωση όλων των μελών.
Πρέπει να αποδώσεις τα βιβλία που δανείστηκες από τη βιβλιοθήκη.
Ο δάσκαλος αποδίδει τη γνώση του στους μαθητές με μεγάλη υπομονή.
3