Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταποδίδω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδίδω
-
ανταποδώ
-
ανταποκριθώ
)
Συνώνυμα
εξοφλώ
ανταμείβω
επιστρέφω
3
Αντώνυμα
αφαιρώ
κρατώ
αρνούμαι
3
Ορισμός
Επιστρέφω κάτι που μου ανήκει ή που μου χρωστάει κάποιος.
Ανταμείβω κάποιον για μια πράξη ή μια υπηρεσία.
2
Παραδείγματα
Ο φίλος μου μου είχε δανείσει χρήματα και του τα ανταπέδωσα την επόμενη εβδομάδα.
Ο δάσκαλος ανταπέδωσε την προσπάθεια των μαθητών με έπαινο.
2