Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδεδειγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναμεμειγμένος
)
Συνώνυμα
αποδεικνυόμενος
επαληθευμένος
βεβαιωμένος
3
Αντώνυμα
αναπόδεικτος
αβάσιμος
αμφισβητήσιμος
3
Ορισμός
που έχει αποδειχθεί με βάση στοιχεία ή πειστήρια
που έχει επαληθευτεί και θεωρείται αληθής
2
Παραδείγματα
Η αποδεδειγμένη αλήθεια του θεωρήματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.
Οι αποδεδειγμένες ιατρικές μεθόδοι χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο.
2