1. Λέξη
    αποδεδειγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: αναμεμειγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αποδεικνυόμενος
    • επαληθευμένος
    • βεβαιωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναπόδεικτος
    • αβάσιμος
    • αμφισβητήσιμος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει αποδειχθεί με βάση στοιχεία ή πειστήρια
    • που έχει επαληθευτεί και θεωρείται αληθής
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αποδεδειγμένη αλήθεια του θεωρήματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.
    • Οι αποδεδειγμένες ιατρικές μεθόδοι χρησιμοποιούνται σε όλο τον κόσμο.
    2