Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδεκτό (επίθετο) - (παρόμοια:
αποδεκτός
-
αποδεχθώ
-
αποδεχτώ
-
αποδείξω
)
Συνώνυμα
επίσημο
εγκριμένο
ομολογημένο
3
Αντώνυμα
απαράδεκτο
απορριπτέο
μη αναγνωρισμένο
3
Ορισμός
που γίνεται αποδεκτό ή εγκρίνεται
που θεωρείται κατάλληλο ή σωστό
που αναγνωρίζεται επίσημα
3
Παραδείγματα
Η πρότασή του ήταν αποδεκτή από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Αυτές οι πρακτικές δεν είναι πλέον αποδεκτές στη σύγχρονη κοινωνία.
Το έγγραφό σας έχει γίνει αποδεκτό και θα επεξεργαστεί σύντομα.
3