1. Λέξη
    αποδεχτώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποδεχθώ - αποδεκτό - αποδείξω - δεχτώ - αποδεκτός)
  2. Συνώνυμα
    • αποδέχομαι
    • επικυρώνω
    • εγκρίνω
    • παραδέχομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • απορρίπτω
    • αποδοκιμάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δέχομαι κάτι ως έγκυρο ή σωστό.
    • Να συμφωνώ με μια πρόταση ή μια ιδέα.
    • Να δίνω την έγκρισή μου σε κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αποδέχτηκε την πρότασή μου για συνεργασία.
    • Δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή τη συμπεριφορά.
    • Η επιτροπή αποδέχτηκε το σχέδιο χωρίς αλλαγές.
    3