Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδυναμώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
δυναμώνω
)
Συνώνυμα
εξασθενίζω
αδυνατίζω
χαλαρώνω
3
Αντώνυμα
ενισχύω
δυναμώνω
ενδυναμώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο δυνατό ή αποτελεσματικό.
Μειώνω τη σωματική ή ψυχική δύναμη κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η μακροχρόνια ασθένεια τον αποδυνάμωσε σημαντικά.
Οι συνεχείς συγκρούσεις αποδυνάμωσαν την ομάδα.
2