1. Λέξη
    αποδυναμώνω (ρήμα) - (παρόμοια: δυναμώνω)
  2. Συνώνυμα
    • εξασθενίζω
    • αδυνατίζω
    • χαλαρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενισχύω
    • δυναμώνω
    • ενδυναμώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον ή κάτι λιγότερο δυνατό ή αποτελεσματικό.
    • Μειώνω τη σωματική ή ψυχική δύναμη κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μακροχρόνια ασθένεια τον αποδυνάμωσε σημαντικά.
    • Οι συνεχείς συγκρούσεις αποδυνάμωσαν την ομάδα.
    2