Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυναμώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδυναμώνω
-
δυναμική
-
δυναμικό
-
δυναμικά
-
δυναμικός
-
δυναμίτης
)
Συνώνυμα
ενισχύω
ενδυναμώνω
ισχυροποιώ
3
Αντώνυμα
αποδυναμώνω
αδυνατίζω
αποδυναμώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι ή κάποιον πιο δυνατό ή αποτελεσματικό.
Αυξάνω τη δύναμη ή την ικανότητα κάποιου ή κάτι.
Ενισχύω τη θέση ή την κατάσταση κάποιου.
3
Παραδείγματα
Η άσκηση βοηθάει να δυναμώσει τους μύες.
Οι νέες τεχνολογίες δυναμώνουν την παραγωγικότητα της επιχείρησης.
Οι εμπειρίες αυτές τον βοήθησαν να δυναμώσει χαρακτηριακά.
3