1. Λέξη
    δυναμώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποδυναμώνω - δυναμική - δυναμικό - δυναμικά - δυναμικός - δυναμίτης)
  2. Συνώνυμα
    • ενισχύω
    • ενδυναμώνω
    • ισχυροποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδυναμώνω
    • αδυνατίζω
    • αποδυναμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι ή κάποιον πιο δυνατό ή αποτελεσματικό.
    • Αυξάνω τη δύναμη ή την ικανότητα κάποιου ή κάτι.
    • Ενισχύω τη θέση ή την κατάσταση κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η άσκηση βοηθάει να δυναμώσει τους μύες.
    • Οι νέες τεχνολογίες δυναμώνουν την παραγωγικότητα της επιχείρησης.
    • Οι εμπειρίες αυτές τον βοήθησαν να δυναμώσει χαρακτηριακά.
    3