1. Λέξη
    αποκαλυπτικός (επίθετο) - (παρόμοια: αποκαλυπτήριο - αποκλειστικός - αποκρουστικός - αποδοτικός - αποκαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • εκφαντικός
    • φανερωτικός
    • αποκαλυπτήριος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρυπτικός
    • κρυπτικός
    • ασαφής
    3
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με την αποκάλυψη ή αποκαλύπτει κάτι.
    • Που φανερώνει ή αποκαλύπτει κρυφές πληροφορίες ή αλήθειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το όραμα ήταν αποκαλυπτικό και άλλαξε τη ζωή του.
    • Η αποκαλυπτική φύση του εγγράφου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
    2