Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαλυπτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποκαλυπτήριο
-
αποκλειστικός
-
αποκρουστικός
-
αποδοτικός
-
αποκαλώ
)
Συνώνυμα
εκφαντικός
φανερωτικός
αποκαλυπτήριος
3
Αντώνυμα
αποκρυπτικός
κρυπτικός
ασαφής
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με την αποκάλυψη ή αποκαλύπτει κάτι.
Που φανερώνει ή αποκαλύπτει κρυφές πληροφορίες ή αλήθειες.
2
Παραδείγματα
Το όραμα ήταν αποκαλυπτικό και άλλαξε τη ζωή του.
Η αποκαλυπτική φύση του εγγράφου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
2