Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαλέσω
-
αποκαλύπτω
-
αποκαλούνται
-
αποκαλυπτήριο
-
αποκαλύπτομαι
-
αποκαλυπτικός
-
αποκτώ
-
αποκαθιστώ
)
Συνώνυμα
καλώ
προσκαλώ
καταφεύγω
3
Αντώνυμα
απομακρύνω
απορρίπτω
2
Ορισμός
Καλώ κάποιον σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
Επιστρέφω κάποιον ή κάτι στην προηγούμενη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Τον αποκάλεσαν να αναλάβει τη θέση του διευθυντή.
Η κυβέρνηση αποκάλεσε τον πρέσβη για διαβουλεύσεις.
2