1. Λέξη
    αποκεφαλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποκλεισμός - αποκεφαλίζομαι - απολογισμός)
  2. Συνώνυμα
    • αποτομή κεφαλής
    • καρατόμηση
    • αποκόλληση κεφαλής
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβίωση
    • σωτηρία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεφαλίζω, δηλαδή το κόψιμο της κεφαλής από το σώμα.
    • Μεταφορικά, η πλήρης καταστροφή ή εξάλειψη κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αποκεφαλισμός ήταν μια συνηθισμένη μέθοδος εκτέλεσης στην αρχαιότητα.
    • Η επιχείρηση υπέστη αποκεφαλισμό μετά την αποχώρηση των βασικών της στελεχών.
    2