Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκεφαλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποκλεισμός
-
αποκεφαλίζομαι
-
απολογισμός
)
Συνώνυμα
αποτομή κεφαλής
καρατόμηση
αποκόλληση κεφαλής
3
Αντώνυμα
επιβίωση
σωτηρία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεφαλίζω, δηλαδή το κόψιμο της κεφαλής από το σώμα.
Μεταφορικά, η πλήρης καταστροφή ή εξάλειψη κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο αποκεφαλισμός ήταν μια συνηθισμένη μέθοδος εκτέλεσης στην αρχαιότητα.
Η επιχείρηση υπέστη αποκεφαλισμό μετά την αποχώρηση των βασικών της στελεχών.
2