Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλεισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποκλειστικός
-
αποκλεισμένος
-
αποκλειστικά
-
αποκεφαλισμός
-
εγκλεισμός
-
απολογισμός
-
αποκλείω
-
αποκλειστικότητα
-
αποκλείσω
)
Συνώνυμα
απαγόρευση
απομόνωση
αποκλειστικότητα
3
Αντώνυμα
πρόσβαση
άνοιγμα
επιτρεπτικότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποκλείει κάποιος κάτι ή κάποιον.
Μια κατάσταση όπου η πρόσβαση σε έναν χώρο ή μια υπηρεσία είναι απαγορευμένη.
2
Παραδείγματα
Ο αποκλεισμός της κυκλοφορίας οφείλεται σε έργα στο δρόμο.
Ο αποκλεισμός του χρήστη από την πλατφόρμα ήταν αναγκαίος λόγω παραβιάσεων.
2