Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απολυμαντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
απολαυστικός
-
ατλαντικός
-
αποδοτικός
-
σημαντικός
-
ρομαντικός
)
Συνώνυμα
απολυμαντικός
απολυμαντικό
απολυμαντικός
3
Αντώνυμα
μολυσματικός
μολυντικός
2
Ορισμός
που έχει την ικανότητα να καταστρέφει ή να εξαλείφει μικροοργανισμούς που προκαλούν ασθένειες
που σχετίζεται με την απολύμανση
2
Παραδείγματα
Το απολυμαντικό διάλυμα χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των επιφανειών.
Οι απολυμαντικές ουσίες είναι απαραίτητες για την πρόληψη της διάδοσης των ιών.
2