Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απολαυστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποκρουστικός
-
αποκλειστικός
-
απολυμαντικός
-
αποφασιστικός
-
ακουστικός
-
αποδοτικός
-
αστικός
-
μυστικός
-
αποδεικτικός
-
απελπιστικός
-
αποπνικτικός
-
γευστικός
)
Συνώνυμα
ευχάριστος
τερπνός
ευχαριστητικός
3
Αντώνυμα
δυσάρεστος
ανιαρός
εκνευριστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί ευχαρίστηση ή απόλαυση.
Που χαρίζει ικανοποίηση και ευχαρίστηση.
2
Παραδείγματα
Η βραδιά ήταν πραγματικά απολαυστική με ωραία μουσική και καλή συντροφιά.
Ένα απολαυστικό γεύμα σε ένα ευχάριστο εστιατόριο.
2