1. Συνώνυμα
    • ευχάριστος
    • τερπνός
    • ευχαριστητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • δυσάρεστος
    • ανιαρός
    • εκνευριστικός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί ευχαρίστηση ή απόλαυση.
    • Που χαρίζει ικανοποίηση και ευχαρίστηση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η βραδιά ήταν πραγματικά απολαυστική με ωραία μουσική και καλή συντροφιά.
    • Ένα απολαυστικό γεύμα σε ένα ευχάριστο εστιατόριο.
    2