1. Λέξη
    απολύτως (επίρρημα) - (παρόμοια: απολύω - απολύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρωτικά
    • τελείως
    • εντελώς
    3
  3. Αντώνυμα
    • μερικώς
    • σχετικά
    • εν μέρει
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς κανέναν περιορισμό ή εξαίρεση.
    • Με απόλυτη βεβαιότητα ή σιγουριά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Απολύτως καμία αμφιβολία δεν υπάρχει για την αλήθεια των λόγων του.
    • Είναι απολύτως απαραίτητο να ακολουθήσεις τις οδηγίες.
    2