Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απολύτως (επίρρημα) - (παρόμοια:
απολύω
-
απολύομαι
)
Συνώνυμα
ολοκληρωτικά
τελείως
εντελώς
3
Αντώνυμα
μερικώς
σχετικά
εν μέρει
3
Ορισμός
Χωρίς κανέναν περιορισμό ή εξαίρεση.
Με απόλυτη βεβαιότητα ή σιγουριά.
2
Παραδείγματα
Απολύτως καμία αμφιβολία δεν υπάρχει για την αλήθεια των λόγων του.
Είναι απολύτως απαραίτητο να ακολουθήσεις τις οδηγίες.
2