1. Λέξη
    απολύω (ρήμα) - (παρόμοια: απολαύω - εξαπολύω - απολύτως - απολύομαι - απολύμανση)
  2. Συνώνυμα
    • ξεφορτώνομαι
    • απαλλάσσομαι
    • απαλλάσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσλαμβάνω
    • κρατάω
    • συγκρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφήνω κάποιον ελεύθερο από μια υποχρέωση ή μια θέση.
    • Να απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία αποφάσισε να απολύσει πολλούς υπαλλήλους λόγω οικονομικών δυσκολιών.
    • Μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας, απολύθηκε από τη δουλειά του.
    2