Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απολύω (ρήμα) - (παρόμοια:
απολαύω
-
εξαπολύω
-
απολύτως
-
απολύομαι
-
απολύμανση
)
Συνώνυμα
ξεφορτώνομαι
απαλλάσσομαι
απαλλάσσω
3
Αντώνυμα
προσλαμβάνω
κρατάω
συγκρατώ
3
Ορισμός
Να αφήνω κάποιον ελεύθερο από μια υποχρέωση ή μια θέση.
Να απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία αποφάσισε να απολύσει πολλούς υπαλλήλους λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας, απολύθηκε από τη δουλειά του.
2