1. Λέξη
    αποσπάσω (ρήμα) - (παρόμοια: αποσπώ - αποδράσω - σπάσω)
  2. Συνώνυμα
    • απομακρύνω
    • αποχωρίζω
    • διαχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συγκρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια ομάδα ή μια θέση.
    • Να τραβήξω την προσοχή κάποιου από κάτι άλλο.
    • Να πάρω κάτι από μια πηγή, χωρίς να την αφαιρέσω πλήρως.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος αποσπάει τον μαθητή από την τάξη για να του μιλήσει.
    • Η όμορφη θέα αποσπά την προσοχή μου από τη δουλειά.
    • Αποσπάσαμε μερικές πληροφορίες από το έγγραφο.
    3