Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποσπάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποσπώ
-
αποδράσω
-
σπάσω
)
Συνώνυμα
απομακρύνω
αποχωρίζω
διαχωρίζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγκρατώ
3
Ορισμός
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια ομάδα ή μια θέση.
Να τραβήξω την προσοχή κάποιου από κάτι άλλο.
Να πάρω κάτι από μια πηγή, χωρίς να την αφαιρέσω πλήρως.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος αποσπάει τον μαθητή από την τάξη για να του μιλήσει.
Η όμορφη θέα αποσπά την προσοχή μου από τη δουλειά.
Αποσπάσαμε μερικές πληροφορίες από το έγγραφο.
3