Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποσπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποσπάσω
-
αποσύρω
)
Συνώνυμα
απομακρύνω
αποκόπτω
αποχωρίζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
προσκολλώ
3
Ορισμός
Να απομακρύνω κάτι ή κάποιον από μια θέση ή μια κατάσταση.
Να τραβώ κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση.
Να αποσπάσω την προσοχή ή το ενδιαφέρον από κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος αποσπώ τα παιδιά από την οθόνη για να διαβάσουν.
Η δύναμη του ανέμου αποσπώ τα κλαδιά από τα δέντρα.
Η όμορφη θέα αποσπώ το νου μου από τη δουλειά.
3