1. Λέξη
    αποσπώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποσπάσω - αποσύρω)
  2. Συνώνυμα
    • απομακρύνω
    • αποκόπτω
    • αποχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • προσκολλώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να απομακρύνω κάτι ή κάποιον από μια θέση ή μια κατάσταση.
    • Να τραβώ κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση.
    • Να αποσπάσω την προσοχή ή το ενδιαφέρον από κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος αποσπώ τα παιδιά από την οθόνη για να διαβάσουν.
    • Η δύναμη του ανέμου αποσπώ τα κλαδιά από τα δέντρα.
    • Η όμορφη θέα αποσπώ το νου μου από τη δουλειά.
    3