1. Λέξη
    αποστάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προστάτης - θερμοστάτης - αποστολή)
  2. Συνώνυμα
    • αποστατημένος
    • αποστάτης
    • αποστάτρια
    • αποστασία
    4
  3. Αντώνυμα
    • πιστός
    • υπάκουος
    • αφοσιωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εγκαταλείπει μια θρησκεία, ιδεολογία ή οργάνωση.
    • Πρόσωπο που απαρνείται τις πεποιθήσεις ή τις αρχές του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αποστάτης εγκατέλειψε την πίστη του και ακολούθησε μια διαφορετική θρησκεία.
    • Μετά την αποστασία του, ο αποστάτης καταδικάστηκε από την πρώην κοινότητά του.
    2