Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποστάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προστάτης
-
θερμοστάτης
-
αποστολή
)
Συνώνυμα
αποστατημένος
αποστάτης
αποστάτρια
αποστασία
4
Αντώνυμα
πιστός
υπάκουος
αφοσιωμένος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εγκαταλείπει μια θρησκεία, ιδεολογία ή οργάνωση.
Πρόσωπο που απαρνείται τις πεποιθήσεις ή τις αρχές του.
2
Παραδείγματα
Ο αποστάτης εγκατέλειψε την πίστη του και ακολούθησε μια διαφορετική θρησκεία.
Μετά την αποστασία του, ο αποστάτης καταδικάστηκε από την πρώην κοινότητά του.
2