Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποστολέας
-
ιεραποστολή
-
αποβολή
-
αναστολή
-
στολή
-
αποστροφή
-
αποστέλλω
-
αποστάτης
)
Συνώνυμα
αποστολικό έργο
αποστολική εργασία
αποστολική δραστηριότητα
3
Αντώνυμα
απραξία
αδράνεια
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της αποστολής κάποιου ή κάτι σε έναν συγκεκριμένο προορισμό.
Η ειδική εργασία ή καθήκοντα που ανατίθενται σε κάποιον, συχνά με θρησκευτικό ή ιδεολογικό χαρακτήρα.
2
Παραδείγματα
Η αποστολή του αγγελιαφόρου ήταν να παραδώσει το μήνυμα στον βασιλιά.
Η αποστολή των ιεραποστόλων ήταν να διαδώσουν το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο.
2