Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτραπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτρέπω
)
Συνώνυμα
αποτρέπω
εμποδίζω
σταματώ
3
Αντώνυμα
προκαλώ
ενθαρρύνω
προτρέπω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή να αποφύγει μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Να εμποδίσω κάποιον από το να κάνει κάτι, συνήθως μέσω πειθούς ή απειλής.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος κατάφερε να τον αποτραπεί από το να εγκαταλείψει το σχολείο.
Η αστυνομία προσπάθησε να αποτραπεί τη διαδήλωση πριν γίνει βίαιη.
2