1. Λέξη
    αποτραπώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποτρέπω)
  2. Συνώνυμα
    • αποτρέπω
    • εμποδίζω
    • σταματώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • προκαλώ
    • ενθαρρύνω
    • προτρέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή να αποφύγει μια συγκεκριμένη ενέργεια.
    • Να εμποδίσω κάποιον από το να κάνει κάτι, συνήθως μέσω πειθούς ή απειλής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος κατάφερε να τον αποτραπεί από το να εγκαταλείψει το σχολείο.
    • Η αστυνομία προσπάθησε να αποτραπεί τη διαδήλωση πριν γίνει βίαιη.
    2