Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτρέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτραπώ
-
ανατρέπω
)
Συνώνυμα
εμποδίζω
σταματώ
προλαβαίνω
3
Αντώνυμα
επιτρέπω
προκαλώ
ενθαρρύνω
3
Ορισμός
Εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι ή να συμβεί κάτι.
Προλαβαίνω να αποφύγω μια δυσάρεστη κατάσταση ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Οι προειδοποιήσεις του γιατρού απέτρεψαν τη χειρότερη εξέλιξη της ασθένειας.
Η ταχεία παρέμβαση της πυροσβεστικής απέτρεψε την εξάπλωση της φωτιάς.
2