1. Λέξη
    αποτρέπω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτραπώ - ανατρέπω)
  2. Συνώνυμα
    • εμποδίζω
    • σταματώ
    • προλαβαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρέπω
    • προκαλώ
    • ενθαρρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι ή να συμβεί κάτι.
    • Προλαβαίνω να αποφύγω μια δυσάρεστη κατάσταση ή γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι προειδοποιήσεις του γιατρού απέτρεψαν τη χειρότερη εξέλιξη της ασθένειας.
    • Η ταχεία παρέμβαση της πυροσβεστικής απέτρεψε την εξάπλωση της φωτιάς.
    2