Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απουσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ουσία
-
απουσιάζω
-
λουσία
-
απορία
)
Συνώνυμα
έλλειψη
έκλειψη
απραγματοποίηση
3
Αντώνυμα
παρουσία
ύπαρξη
συμμετοχή
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος ή κάτι λείπει από ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση.
Η έλλειψη ή η μη ύπαρξη κάποιου ή κάτι που θα έπρεπε να είναι παρόν.
2
Παραδείγματα
Η απουσία του δασκάλου προκάλεσε αναστάτωση στην τάξη.
Η απουσία αποδείξεων καθιστά δύσκολη την επίλυση της υπόθεσης.
2