1. Λέξη
    απορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απορώ - αργοπορία - εμπορία - απουσία - αποικία)
  2. Συνώνυμα
    • δυσκολία
    • αμφιβολία
    • διάσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • συγκατάθεση
    • κατανόηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να βρει λύση ή απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ερώτημα.
    • Η αίσθηση σύγχυσης ή δυσπιστίας που προκαλείται από την έλλειψη σαφούς κατανόησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έμεινε σε απόρία όταν του έθεσαν το δύσκολο ερώτημα.
    • Η απρόσμενη συμπεριφορά του τον έβαλε σε μεγάλη απορία.
    2