Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απορώ
-
αργοπορία
-
εμπορία
-
απουσία
-
αποικία
)
Συνώνυμα
δυσκολία
αμφιβολία
διάσταση
3
Αντώνυμα
βεβαιότητα
συγκατάθεση
κατανόηση
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να βρει λύση ή απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ερώτημα.
Η αίσθηση σύγχυσης ή δυσπιστίας που προκαλείται από την έλλειψη σαφούς κατανόησης.
2
Παραδείγματα
Έμεινε σε απόρία όταν του έθεσαν το δύσκολο ερώτημα.
Η απρόσμενη συμπεριφορά του τον έβαλε σε μεγάλη απορία.
2