Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφυλακίστηκα (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφυλακίζω
)
Συνώνυμα
ελευθερώθηκα
απελευθερώθηκα
βγήκε από τη φυλακή
3
Αντώνυμα
φυλακίστηκα
εγκλείστηκα
συνελήφθη
3
Ορισμός
Είμαι ελεύθερος μετά από περίοδο φυλάκισης.
Αφήνομαι ελεύθερος από τη φυλακή μετά την ολοκλήρωση της ποινής μου ή με άδεια.
2
Παραδείγματα
Αποφυλακίστηκα χθες μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή.
Μετά την απόδειξη της αθωότητάς μου, αποφυλακίστηκα αμέσως.
2