1. Λέξη
    αποφυλακίστηκα (ρήμα) - (παρόμοια: αποφυλακίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ελευθερώθηκα
    • απελευθερώθηκα
    • βγήκε από τη φυλακή
    3
  3. Αντώνυμα
    • φυλακίστηκα
    • εγκλείστηκα
    • συνελήφθη
    3
  4. Ορισμός
    • Είμαι ελεύθερος μετά από περίοδο φυλάκισης.
    • Αφήνομαι ελεύθερος από τη φυλακή μετά την ολοκλήρωση της ποινής μου ή με άδεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφυλακίστηκα χθες μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή.
    • Μετά την απόδειξη της αθωότητάς μου, αποφυλακίστηκα αμέσως.
    2