Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφυλακίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφυλακίστηκα
-
φυλακίζω
-
αποφασίζω
)
Συνώνυμα
ελευθερώνω
ξεφυλακίζω
απολύω
3
Αντώνυμα
φυλακίζω
εγκλείω
κρατώ
3
Ορισμός
Να αφήνω κάποιον ελεύθερο από τη φυλακή.
Να τερματίζω τη φυλάκιση κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής αποφυλάκισε τον κατηγορούμενο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Μετά από δέκα χρόνια, αποφυλακίστηκε λόγω καλής διαγωγής.
2