1. Λέξη
    αποφυλακίζω (ρήμα) - (παρόμοια: αποφυλακίστηκα - φυλακίζω - αποφασίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ελευθερώνω
    • ξεφυλακίζω
    • απολύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φυλακίζω
    • εγκλείω
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφήνω κάποιον ελεύθερο από τη φυλακή.
    • Να τερματίζω τη φυλάκιση κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής αποφυλάκισε τον κατηγορούμενο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
    • Μετά από δέκα χρόνια, αποφυλακίστηκε λόγω καλής διαγωγής.
    2