1. Λέξη
    αποφύγετε (ρήμα) - (παρόμοια: αποφύγω)
  2. Συνώνυμα
    • αποφεύγω
    • αποτρέπω
    • απομακρύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσεγγίζω
    • αντιμετωπίζω
    • παραβιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι για να μην συμβεί ή να μην αντιμετωπίσω μια δυσάρεστη κατάσταση.
    • Να απομακρύνω τον εαυτό μου από κάτι επικίνδυνο ή δυσάρεστο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησε να αποφύγει τη συζήτηση για να μην προκύψουν προβλήματα.
    • Οδηγείτε προσεκτικά για να αποφύγετε τα ατυχήματα.
    2