Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφεύγω
-
αποφύγετε
)
Συνώνυμα
ξεφεύγω
απομακρύνομαι
αποτρέπω
3
Αντώνυμα
αντιμετωπίζω
παραδέχομαι
συναντώ
3
Ορισμός
Να απομακρυνθώ από κάτι που θεωρείται επικίνδυνο ή δυσάρεστο.
Να αποτρέψω κάτι αρνητικό να συμβεί.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησα να αποφύγω τη συζήτηση για να μην προκύψουν προβλήματα.
Με προσοχή, μπορείς να αποφύγεις πολλά λάθη.
2