Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόφαση
-
απόδραση
-
απόσπαση
-
απόσταση
)
Συνώνυμα
προσγείωση
απόθεμα
κατάβαση
3
Αντώνυμα
απογείωση
ανάβαση
2
Ορισμός
Η ενέργεια του αποβαίνω, δηλαδή η μετακίνηση από ένα πλοίο ή αεροσκάφος στην ξηρά.
Η προσγείωση στρατιωτικών δυνάμεων σε εχθρικό έδαφος.
Η φυσική απόθεση υλικών, όπως άμμος ή λάσπη, από νερό.
3
Παραδείγματα
Η απόβαση των στρατευμάτων έγινε τα ξημερώματα.
Η απόβαση του αεροσκάφους ήταν ομαλή.
Η απόβαση της άμμου από το ποτάμι δημιούργησε μια νέα παραλία.
3