1. Λέξη
    απόβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόφαση - απόδραση - απόσπαση - απόσταση)
  2. Συνώνυμα
    • προσγείωση
    • απόθεμα
    • κατάβαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απογείωση
    • ανάβαση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του αποβαίνω, δηλαδή η μετακίνηση από ένα πλοίο ή αεροσκάφος στην ξηρά.
    • Η προσγείωση στρατιωτικών δυνάμεων σε εχθρικό έδαφος.
    • Η φυσική απόθεση υλικών, όπως άμμος ή λάσπη, από νερό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η απόβαση των στρατευμάτων έγινε τα ξημερώματα.
    • Η απόβαση του αεροσκάφους ήταν ομαλή.
    • Η απόβαση της άμμου από το ποτάμι δημιούργησε μια νέα παραλία.
    3