Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόκομμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόκτημα
)
Συνώνυμα
αποκοπή
αποκομμένο κομμάτι
αποσπασματικό κομμάτι
3
Αντώνυμα
ολότητα
ολικότητα
πλήρης μορφή
3
Ορισμός
Ένα κομμάτι που έχει αποκοπεί από ένα μεγαλύτερο σύνολο.
Μέρος που έχει διαχωριστεί από την κύρια μάζα ή οντότητα.
Κατι που αποτελεί αποτέλεσμα αποκοπής ή διαχωρισμού.
3
Παραδείγματα
Το απόκομμα του ξύλου χρησιμοποιήθηκε για να φτιάξει ένα μικρό γλυπτό.
Ο γιατρός εξέτασε το απόκομμα του ιστού κάτω από το μικροσκόπιο.
Το απόκομμα του κειμένου δεν έδινε πλήρη εικόνα της κατάστασης.
3