1. Λέξη
    απόκομμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόκτημα)
  2. Συνώνυμα
    • αποκοπή
    • αποκομμένο κομμάτι
    • αποσπασματικό κομμάτι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • ολικότητα
    • πλήρης μορφή
    3
  4. Ορισμός
    • Ένα κομμάτι που έχει αποκοπεί από ένα μεγαλύτερο σύνολο.
    • Μέρος που έχει διαχωριστεί από την κύρια μάζα ή οντότητα.
    • Κατι που αποτελεί αποτέλεσμα αποκοπής ή διαχωρισμού.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το απόκομμα του ξύλου χρησιμοποιήθηκε για να φτιάξει ένα μικρό γλυπτό.
    • Ο γιατρός εξέτασε το απόκομμα του ιστού κάτω από το μικροσκόπιο.
    • Το απόκομμα του κειμένου δεν έδινε πλήρη εικόνα της κατάστασης.
    3