Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόκτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόστημα
-
απόκτηση
-
αγρόκτημα
-
απόκομμα
)
Συνώνυμα
κτήμα
κτῆμα
περιουσία
προίκα
4
Αντώνυμα
απώλεια
ζημιά
έλλειψη
3
Ορισμός
Κάτι που αποκτήθηκε ή αγοράστηκε.
Περιουσιακό στοιχείο ή κτήμα που ανήκει σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Το σπίτι ήταν ένα πολύτιμο απόκτημα για την οικογένεια.
Η γνώση είναι το πιο σημαντικό απόκτημα.
2