1. Λέξη
    απόκτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόστημα - απόκτηση - αγρόκτημα - απόκομμα)
  2. Συνώνυμα
    • κτήμα
    • κτῆμα
    • περιουσία
    • προίκα
    4
  3. Αντώνυμα
    • απώλεια
    • ζημιά
    • έλλειψη
    3
  4. Ορισμός
    • Κάτι που αποκτήθηκε ή αγοράστηκε.
    • Περιουσιακό στοιχείο ή κτήμα που ανήκει σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σπίτι ήταν ένα πολύτιμο απόκτημα για την οικογένεια.
    • Η γνώση είναι το πιο σημαντικό απόκτημα.
    2