Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόλυτος (επίθετο) - (παρόμοια:
απόλυτα
-
απόλυτη
-
απόλυση
-
απόρρητος
-
απόφοιτος
)
Συνώνυμα
τελειότατος
αδιαμφισβήτητος
αμετάβλητος
3
Αντώνυμα
σχετικός
υποθετικός
προσωρινός
3
Ορισμός
Που δεν υπόκειται σε περιορισμούς ή εξαιρέσεις.
Που χαρακτηρίζεται από απόλυτη βεβαιότητα ή ακρίβεια.
Που δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες.
3
Παραδείγματα
Η απόλυτη αλήθεια είναι δύσκολο να βρεθεί.
Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του.
Η απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο δωμάτιο.
3