Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόφοιτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόλυτος
-
τελειόφοιτος
)
Συνώνυμα
πτυχιούχος
αποφοιτητής
2
Αντώνυμα
φοιτητής
μαθητής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα και έχει λάβει το αντίστοιχο πτυχίο ή δίπλωμα.
Ατομο που έχει αποφοιτήσει από σχολείο, πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2
Παραδείγματα
Ο απόφοιτος του πανεπιστημίου βρήκε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία.
Η τελετή αποφοίτησης γιορτάστηκε με την παρουσία όλων των αποφοίτων της σχολής.
2