1. Λέξη
    απόσταγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόστημα - απόσταση)
  2. Συνώνυμα
    • απόσταξη
    • αποσταγμένο υγρό
    • καθαρή ουσία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακαθαρσία
    • μίγμα
    • σύμπλοκο
    3
  4. Ορισμός
    • Το υγρό που προκύπτει από τη διαδικασία της απόσταξης.
    • Μια καθαρή ή συμπυκνωμένη ουσία που λαμβάνεται μέσω απόσταξης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το απόσταγμα του κρασιού χρησιμοποιείται για την παραγωγή κονιάκ.
    • Το απόσταγμα από τα αρωματικά φυτά χρησιμοποιείται στη βιομηχανία αρωμάτων.
    2