Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόσταγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόστημα
-
απόσταση
)
Συνώνυμα
απόσταξη
αποσταγμένο υγρό
καθαρή ουσία
3
Αντώνυμα
ακαθαρσία
μίγμα
σύμπλοκο
3
Ορισμός
Το υγρό που προκύπτει από τη διαδικασία της απόσταξης.
Μια καθαρή ή συμπυκνωμένη ουσία που λαμβάνεται μέσω απόσταξης.
2
Παραδείγματα
Το απόσταγμα του κρασιού χρησιμοποιείται για την παραγωγή κονιάκ.
Το απόσταγμα από τα αρωματικά φυτά χρησιμοποιείται στη βιομηχανία αρωμάτων.
2