1. Λέξη
    απόστημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόκτημα - απόσταγμα - απόσταση - ανάστημα - απόσπασμα - απόστολος)
  2. Συνώνυμα
    • πύον
    • φλύκταινα
    • έλκος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγεία
    • θεραπεία
    2
  4. Ορισμός
    • Συσσωμάτωση πύου σε ιστό του σώματος λόγω μόλυνσης.
    • Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση πύου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός διέγνωσε απόστημα στο δόντι και συνέστησε αντβιοτική αγωγή.
    • Μετά την επέμβαση, εμφανίστηκε απόστημα στην πληγή που απαιτούσε νέα θεραπεία.
    2