Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόστημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόκτημα
-
απόσταγμα
-
απόσταση
-
ανάστημα
-
απόσπασμα
-
απόστολος
)
Συνώνυμα
πύον
φλύκταινα
έλκος
3
Αντώνυμα
υγεία
θεραπεία
2
Ορισμός
Συσσωμάτωση πύου σε ιστό του σώματος λόγω μόλυνσης.
Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση πύου.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός διέγνωσε απόστημα στο δόντι και συνέστησε αντβιοτική αγωγή.
Μετά την επέμβαση, εμφανίστηκε απόστημα στην πληγή που απαιτούσε νέα θεραπεία.
2