Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόσυρση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόσπαση
-
απόσταση
)
Συνώνυμα
αποχώρηση
απομάκρυνση
αποκοπή
3
Αντώνυμα
προσέγγιση
προσάρτηση
ένωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσύρω, δηλαδή της μετακίνησης μακριά από κάτι ή κάποιον.
Η διαδικασία της αφαίρεσης ή της μείωσης της συμμετοχής σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Η απόσυρση των στρατευμάτων από τη συνοριακή ζώνη έγινε χθες.
Η απόσυρση της υποψηφιότητάς του από τις εκλογές προκάλεσε έκπληξη.
2