Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αράξω (ρήμα) - (παρόμοια:
ταράξω
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
ησυχάζω
ξεκουράζομαι
3
Αντώνυμα
αγχώνομαι
τεντώνομαι
εξαντλούμαι
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας και ανάπαυσης.
Να μην ασχολούμαι με τίποτα απαιτητικό ή στρεσογόνο.
2
Παραδείγματα
Μετά τη δουλειά, αράζω στον καναπέ μου και βλέπω τηλεόραση.
Το Σαββατοκύριακο αράζουμε στην παραλία χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα.
2