1. Λέξη
    αράξω (ρήμα) - (παρόμοια: ταράξω)
  2. Συνώνυμα
    • χαλαρώνω
    • ησυχάζω
    • ξεκουράζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγχώνομαι
    • τεντώνομαι
    • εξαντλούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας και ανάπαυσης.
    • Να μην ασχολούμαι με τίποτα απαιτητικό ή στρεσογόνο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη δουλειά, αράζω στον καναπέ μου και βλέπω τηλεόραση.
    • Το Σαββατοκύριακο αράζουμε στην παραλία χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα.
    2