Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταράξω (ρήμα) - (παρόμοια:
αράξω
-
διαταράξω
-
ταράζω
-
ταράτσα
)
Συνώνυμα
αναστατώνω
συγχίζω
θορυβώ
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Προκαλώ σύγχυση ή αναστάτωση σε κάποιον ή κάτι.
Ενοχλώ ή διαταράσσω την ηρεμία ή την τάξη.
2
Παραδείγματα
Οι απρόσμενες ειδήσεις τον τάραξαν βαθιά.
Μην ταράζεις το νερό, θα θολώσει.
2