1. Λέξη
    αρπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αράζω - συναρπάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αιχμαλωτίζω
    • καταλαμβάνω
    • σφάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • ελευθερώνω
    • αφήνω
    3
  4. Ορισμός
    • Παίρνω κάτι με βία ή γρήγορα.
    • Καταλαμβάνω κάτι ή κάποιον με βία.
    • Σκοτώνω ή αιχμαλωτίζω ζώο για τροφή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γερακάρης αρπάζει το θήραμά του από τον αέρα.
    • Οι πειρατές αρπάζουν το πλοίο και τα εμπορεύματά του.
    • Το λιοντάρι αρπάζει το ζώο πριν προλάβει να φύγει.
    3