Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αράζω
-
συναρπάζω
)
Συνώνυμα
αιχμαλωτίζω
καταλαμβάνω
σφάζω
3
Αντώνυμα
απελευθερώνω
ελευθερώνω
αφήνω
3
Ορισμός
Παίρνω κάτι με βία ή γρήγορα.
Καταλαμβάνω κάτι ή κάποιον με βία.
Σκοτώνω ή αιχμαλωτίζω ζώο για τροφή.
3
Παραδείγματα
Ο γερακάρης αρπάζει το θήραμά του από τον αέρα.
Οι πειρατές αρπάζουν το πλοίο και τα εμπορεύματά του.
Το λιοντάρι αρπάζει το ζώο πριν προλάβει να φύγει.
3