Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναρπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αρπάζω
-
συνα
-
συνδυάζω
)
Συνώνυμα
γοητεύω
μαγεύω
συνεπαρμένος
3
Αντώνυμα
απογοητεύω
αποθαρρύνω
βαρετός
3
Ορισμός
Να προκαλώ έντονο ενθουσιασμό ή χαρά σε κάποιον.
Να κατακτώ ή να ελκύω την προσοχή με έντονο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο εντυπωσιακός χορός του συναρπάζει το κοινό.
Η ομορφιά της θάλασσας με συναρπάζει κάθε φορά που την βλέπω.
2