1. Λέξη
    συναρπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αρπάζω - συνα - συνδυάζω)
  2. Συνώνυμα
    • γοητεύω
    • μαγεύω
    • συνεπαρμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απογοητεύω
    • αποθαρρύνω
    • βαρετός
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ έντονο ενθουσιασμό ή χαρά σε κάποιον.
    • Να κατακτώ ή να ελκύω την προσοχή με έντονο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εντυπωσιακός χορός του συναρπάζει το κοινό.
    • Η ομορφιά της θάλασσας με συναρπάζει κάθε φορά που την βλέπω.
    2